- συναθροίσεως
- συναθροίσεω̆ς , συνάθροισιςcollectingfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αθροιστήριον — ἀθροιστήριον, το (Μ) [ἀθροίζω] τόπος συναθροίσεως «θεῑον ἀθροιστήριον» τόπος συναθροίσεως των θεών (Ευστάθιος) … Dictionary of Greek
λέσχη — Ίδρυμα προορισμένο για την επιδίωξη πολιτικών ή κοινωνικών σκοπών, ή για την ψυχαγωγία ατόμων με τα ίδια ενδιαφέροντα, καθώς και το εντευκτήριο του ιδρύματος αυτού. Ιστορία. Η λ. στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένα δημόσιο οίκημα με ελεύθερη είσοδο. Στην … Dictionary of Greek
αγορά — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… … Dictionary of Greek
αγωνιστήριον — ἀγωνιστήριον, το (Α) [ἀγωνίζομαι] τόπος συγκεντρώσεως, συναθροίσεως … Dictionary of Greek
ισχνολέσχης — ἰσχνολέσχης, ὁ (Μ) λεπτολόγος συζητητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + λέσχης (< λέσχη «τόπος συναθροίσεως»), πρβλ. πλατυ λέσχης, στενο λέσχης] … Dictionary of Greek